πρώην

πρώην
πρώην
Grammatical information: adv.
Meaning: `lately, the day before yesterday' (Il.).
Other forms: πρῴην (Il.), πρῶν (Call. fr., Herod.), Dor. πρώαν, πρόαν, πρᾶν (Theoc.; on the phonetics Schwyzer 250)
Compounds: As 1. member a.o. in πρῳηρότης m. `early plougher' (Hes.; like ὀψ-αρότης; s. ὀψέ); often in Thphr., e.g. πρωΐ-καρπος `with early fruit', comp. πρωϊκαρπό-τερος (s. Strömberg Theophrastea 162 f.).
Derivatives: Besides πρωί̄ (Il.), Att. πρῴ (πρῳ̃, πρῶϊ) `early, in the morning'. -- Comp. forms: πρωΐ- (πρῴ-)τερος, -τατος, usu. (after παλαί-τερος a.o.), -αίτερος, -αίτατος (IA.). Other derivv.: πρώϊος, πρῳ̃ος `at an early time' (Ο 470), πρωΐα f. `early time, morning' (Aristeas, NT; after ὀψία); for it youngatt. πρώ-ϊμος (X., Arist., pap. a. inscr.; Arbenz 76: ὄψιμος; also πρό-ϊμος after πρό); hell. -ϊνός (Chantraine Form. 200f.); πρωϊζά Adv. `the day before yesterday' (Β 303, to πρώην after χθιζά), `very early' (Theoc. 18, 9; to πρωΐ); πρωΐθεν `from early in the morning' (LXX).
Origin: IE [Indo-European] [814] *prō `early, in the morning'
Etymology: Both πρώην and πρωΐ presuppose an adv. *πρώ, which agrees with OHG fruo `early in the morning' and is confirmed by Skt. prā-tár `early, in the morning'. Formally identical also Lat. prō `for, before', Av. frā `forward, in front' beside fra = πρό (s.v.). -- As example of πρώην, -ᾱν may have served frozen acc. like δήν, δά̄ν, πλήν, πλά̄ν, ἀκμήν, unless one sees in these an old adj. in fem. acc.; πρῴην after πρῴ. Thus πρω-ΐ after locatives like ἦρι, πέρυσι, ἀντί; basic forms as *πρωϜαν, *πρωϜιαν, *πρωϜι (thus still Mezger Word 2, 231) are unnecessary and cannot be subtsantiated. To πρωΐ the adjective πρώϊ-ος (= OHG fruoi 'früh'; so fruo = πρωΐ?), which, taken as πρώ-ϊος , induced πρώ-ϊμος, -ινός (s. ab.). -- Further details in Schwyzer 621 f. and 461; older lit. in Bq and WP. 2, 36 (Pok. 814).
Page in Frisk: 2,607-608

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρώην — lately indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώην — ΝΜΑ, και πρῴην και δωρ. τ. πρώαν και πρᾱν και συνηρ. τ. πρῶν ή πρῷν και πρόαν Α επίρρ. νεοελλ. 1. άλλοτε 2. τέως («ο πρώην δήμαρχος») μσν. φρ. «ἐκ πρώην» από παλιά μσν. αρχ. προχθές («χθές τε καὶ πρώην», Αριστοφ.) αρχ. 1. μόλις πριν από λίγο,… …   Dictionary of Greek

  • πρώην — επίρρ. χρον., δηλώνει ότι κάποιος είχε προγενέστερα την ιδιότητα με την οποία τον αναφέρουμε: Πρώην υπουργός. – Πρώην δήμαρχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωήν — πρωή mane fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρῴην — πρώιος early fem acc sg (attic epic ionic) πρῴ̱ην , πρώιος early fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μακεδονίας, Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία — Βλ. λ. Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνογραφικό Κύπρου (πρώην Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου) — Ιδρύθηκε το 1939 από την Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών. Η συλλογή του στεγάζεται σήμερα στο παλαιό Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο (πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού), ένα γοτθικό κτίριο του 15ου αι. με πολλές μεταγενέστερες προσθήκες, ένα τμήμα του οποίου είχε …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Βασιλείου, επαρχία — Πρώην επαρχία (350 τ. χλμ.) του νομού Ρεθύμνης της Κρήτης, που καταργήθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας. Η επαρχία βρισκόταν στο τμήμα του νησιού που εκτείνεται προς το Λιβυκό πέλαγος και συνόρευε με τις πρώην επαρχίες Σφακίων και Αμαρίου.… …   Dictionary of Greek

  • Αιγιαλείας, επαρχία — Πρώην επαρχία (513 τ. χλμ.) του νομού Αχαΐας, στο βορειοανατολικό τμήμα του. Αιγιαλείς ονομάζονταν οι αρχαίοι κάτοικοι της Πάτρας και της περιοχής της. Στα χρόνια της φραγκοκρατίας η επαρχία λεγόταν Βοστίτσα. Είχε πρωτεύουσα το Αίγιο …   Dictionary of Greek

  • Νιοχώρι — Ονομασία 50 οικισμών (πολλοί από αυτούς αναφέρονται και ως Νεοχώρι). 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. 2. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Γεώργιος — I Ονομασία 49 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 152 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φραγκίστας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 609 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μητρόπολης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”